ἀνατάσσομαι
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέσ., ἐκ νέου διεξέρχομαί τι κατὰ σειράν, ἐπαναλαμβάνω: ― ἀναταττόμενος τὰ μαθήματα καὶ μελετῶν Πλούτ. 2. 968C. ― συντάσσω, ἀνατάξασθαι διήγησιν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ἐν ἀρχῇ· πρὸς δὲ καὶ κατ’ ἐνεργ. φων.: ― Λουκᾶς ὁ τὸ ἱερὸν ἀνατάξας Εὐαγγέλιον Θεόδ. Στουδ. σ. 34D.
French (Bailly abrégé)
parcourir en ordre, réciter, raconter.
Étymologie: ἀνά, τάσσω.