προσκάρδιος

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

Dor. ποτι-, ον,

   A at the heart, ἕλκος Bion 1.17.

German (Pape)

[Seite 767] dor. ποτικάρδιος, am Herzen, ἕλκος Bion. 1, 16, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκάρδιος: Δωρικ. ποτικ-, ον, ὁ πρὸς τῇ καρδίᾳ, Βίων 1. 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στην καρδιά, καρδιακός («προσκάρδιον ἕλκος», Βίων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καρδία (πρβλ. κατα-κάρδιος, περι-κάρδιος)].