καρδιακός
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
καρδιακή, καρδιακόν,
A of or belonging to the heart, πῦρ Rhet. ap. Eust.801.36: in Medic. sense, κ. πάθος Diog.Oen.66; συγκοπαί Gal.8.302; νόσος Alex. Aphr. de An.98.23. Adv. καρδιακῶς Gal.8.368; κ. κινδυνεύειν S.E.P.1.84.
II of persons, suffering from heart disease, Archig. ap. Gal. 9.19; but prob. = καρδιαλγής, Dsc.1.112, Ath.1.10d.
German (Pape)
[Seite 1326] das Herz betreffend, dazu gehörig, περιδίνησις Schol. Soph. El. 912; bes. am Herzen od. Magen leidend, Medic.; καρδιακῶς κινδυνεύειν S. Emp. pyrrh. 1, 84.
Spanish
que tiene forma de corazón, en forma de corazón
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM καρδιακός, -ή, -όν) καρδία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά ή που σχετίζεται με την καρδιά («καρδιακό νόσημα»)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από καρδιακό νόσημα
2. το θηλ. ως ουσ. η καρδιακή
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών χειλανθών
νεοελλ.-μσν.
(για πρόσ.) ειλικρινής, πιστός, εγκάρδιος.
επίρρ...
καρδιακά και γκαρδιακά και καρδιακώς (AM καρδιακῶς, Μ και καρδιακά)
1. ιατρ. από την άποψη της καρδιάς, από την καρδιά
2. μέσα από την καρδιά, με αγάπη, με ειλικρίνεια
νεοελλ.-μσν.
(για συναισθήματα) βαθύτατα.
Léxico de magia
-όν 1 que tiene forma de corazón de un nombre al escribirlo λαβὲ δὲ ἄλλον κλάδον δωδεκαφύλλον, ἐφ' ᾧ ἐπίγραφε τὸ καρδιακὸν ὄνομα τὸ ὑποκείμενον toma otra rama de doce hojas, en la que has de grabar el nombre siguiente en forma de corazón P II 68 2 adv. -ως en forma de corazón de voces mágicas escritas en una lámina καρδιακῶς, ὡς βότρυς en forma de corazón, como un racimo P III 69