ἐριβριθής

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ές,

   A very heavy, Opp.H.5.636.

German (Pape)

[Seite 1028] ές, sehr schwer, gewichtig, μολίβου χύσις Opp. H. 5, 636.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρῑθής: -ες, λίαν βαρύς, Ὀρφ. Ὕμν. 5. 636.

Greek Monolingual

ἐριβριθής, -ές (Α)
ο πολύ βαρύς («ἐριβριθῆ μολύβου χύσιν», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βριθής (< βρίθος)].