λεκιθώδης

Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ες, (λέκιθος B)

   A yolk-coloured, Hp.Epid.4.14, Thphr.HP 4.8.11, Aret.SD1.15, etc.

German (Pape)

[Seite 27] ες, breiartig, oder dotterartig, dottergelb, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεκῐθώδης: -ες, (λέκιθος, ἡ) ἔχων χρῶμα λεκίθου, κρόκου, ᾠοῦ, Ἱππ. 1123Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱσ. 4. 8, 11.

Greek Monolingual

-ες (Α λεκιθώδης, -ῶδες) λέκιθος
αυτός που έχει χρώμα όμοιο με τον κρόκο του αβγού, κιτρινωπός («οὔρων ὑπόστασις λεκιθώδης», Ιπποκρ.).