λεκιθώδης
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
λεκιθῶδες, (λέκιθος B) yolk-coloured, Hp.Epid.4.14, Thphr. HP 4.8.11, Aret.SD1.15, etc.
German (Pape)
[Seite 27] ες, breiartig, oder dotterartig, dottergelb, Hippocr., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λεκῐθώδης: -ες, (λέκιθος, ἡ) ἔχων χρῶμα λεκίθου, κρόκου, ᾠοῦ, Ἱππ. 1123Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱσ. 4. 8, 11.
Greek Monolingual
-ες (Α λεκιθώδης, -ῶδες) λέκιθος
αυτός που έχει χρώμα όμοιο με τον κρόκο του αβγού, κιτρινωπός («οὔρων ὑπόστασις λεκιθώδης», Ιπποκρ.).