κατασκήνωσις

Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A encamping, taking up one's quarters, LXX 1 Ch. 28.2, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν Plb.11.26.5; διδόναι εἰς κ. to give them as quarters, OGI229.57 (Smyrna, iii B.C.); ἐν κ. in camp, Onos.11.6: pl. -σκηνώσεις βασιλέων Gp.11.2.9.    2 of birds, restingplace, nest, Ev.Matt.8.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1379] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκήνωσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ σκηνή, στρατοπέδευσις, κατάλυσις, καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, τόπος ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, φωλεά, αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de planter sa tente :
1 tente, demeure;
2 nid.
Étymologie: κατασκηνόω.