ματαιοφροσύνη

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

   A = κενοφροσύνη, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοφροσύνη: ἡ, μωρία, ἀνοησία, ἀφροσύνη, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 80, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

η (ΑM ματαιοφροσύνη) ματαιόφρων
το να σκέφτεται κανείς άσκοπα και ανόητα πράγματα, ματαιοδοξία.