ματαιοδοξία

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

η ματαιόδοξος
1. έπαρση για μικρά και ασήμαντα πράγματα, κενοδοξία, ματαιοφροσύνη
2. επιδίωξη μάταιης δόξας, που δεν αντιπροσωπεύει πραγματικά χαρίσματα ή προσόντα.