ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
λόξις: ἡ, λοξότης, Ὤκελλος 2 ἐν τέλ.
λόξις, ἡ (Α) λοξόςλοξότητα.