κοιλαντικός
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
German (Pape)
[Seite 1466] zum Aushöhlen geschickt, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλαντικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ κοιλαίνειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μ. Ἐτυμ.
Greek Monolingual
-ή, -ό κοιλαίνω
ο κατάλληλος στο να κοιλαίνει.