νεολεξία

Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ἡ,

   A tirocinium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 242] ἡ, Zustand des Neuangeworbenen, tirocinium.

Greek (Liddell-Scott)

νεολεξία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ νεόλεκτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

(I)
η
το να λέει κανείς κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].———————— (II)
νεολεξία, ἡ (Α) νεόλεκτος
η κατάσταση του νεολέκτου.