νεόλεκτος
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
νεόλεκτον, (λέγω (B) 1.2) newly enlisted, recruit, Nic.Dam.130.31 J., Jul.Or.1.18b, Wilcken Chr.469.3 (iv A.D.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 242] neu gesammelt, geworben, Hesych. erkl. νεοστράτευτος.
Greek (Liddell-Scott)
νεόλεκτος: -ον, (λέγω ΙΙ) ὁ νεωστὶ συλλεχθείς, νεοσύλλεκτος, - Κατὰ Σουΐδ.: «ὁ νεωστὶ ἠθροισμένος λαός», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «νεόλεκτος· νεοστράτευτος».
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που λέχθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. ιδιόλεκτος, καινόλεκτος].
(II)
-ο (ΑΜ νεόλεκτος, -ον)
αυτός που κατατάχθηκε στον στρατό πρόσφατα, νεοσύλλεκτος
νεοελλ.
φρ. «νεόλεκτοι ίπποι» — ίπποι που αγοράστηκαν πρόσφατα για να καλύψουν τις ανάγκες του στρατού
μσν.
(για στρατό) αυτός που συγκροτήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -λεκτος (< λέγω «συλλέγω»)].