γαλακτίας
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ου, ὁ, with and without κύκλος,
A = γαλαξίας, Ptol.Alm. 8.2.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτίας: ἴδε ἐν λ. γαλαξίας.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ la Vía Láctea Ptol.Alm.8.2, cf. γαλαξίας.