νυκτολαμπίς

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτολαμπίς: -ίδος, ἡ, (λάμπω) λύχνος νυκτερινός, ἢ πυγολαμπίς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

νυκτολαμπίς, -ίδος ἡ (Α)
1. νυχτερινός λύχνος
2. πυγολαμπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -λαμπίς (< λάμπω), πρβλ. πυγο-λαμπίς].