περιαλλάσσω

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek (Liddell-Scott)

περιαλλάσσω: μεταβάλω ὁλόγυρα, δηλ. ὁλοσχερῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 783Α.

Greek Monolingual

Α
μεταβάλλω ολοσχερώς, αλλοιώνω («τοῡτο τὸ ἔθος κατέλυσε, καὶ περιήλλαξεν αὐτό», Ιωάνν. Χρυσ.).