τριγόλας

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριγόλας Medium diacritics: τριγόλας Low diacritics: τριγόλας Capitals: ΤΡΙΓΟΛΑΣ
Transliteration A: trigólas Transliteration B: trigolas Transliteration C: trigolas Beta Code: trigo/las

English (LSJ)

α, ὁ, a kind of

   A fish (cf. τρίγλη), Sophr.50,66,67.

Greek (Liddell-Scott)

τριγόλας: ὁ, εἶδος ἰχθύος, (πρβλ. τρίγλη), «Σώφρων δ’ ἐν τοῖς ἀνδρείοις τριγόλας τινὰς ἐν τούτοις ὀνομάζει, ‘τριγόλᾳ ὀμφαλοτόμῳ’, καί, ‘τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον’» Ἀθήν. 324Ε.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του τρίγ-λη κατά τα ον. σε -όλᾱς / -όλης (πρβλ. μαιν-όλης)].