ἡμίτμητος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον, (τέμνω)

   A gloss on ἡμιδάϊκτος, Sch.Opp.H.2.287.

German (Pape)

[Seite 1170] dasselbe, Schol. Opp. H. 1, 716.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίτμητος: -ον, (τέμνω) = ἡμίτομος, Σχολ. Λυκόφρ. 152, Ὀππ. Ἁλ. 1. 716.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίτμητος,-ον)
αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τμη-τος (< τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ά-τμη-τος, δορί-τμητος].