ἡμιδάϊκτος
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (δαΐζω) half-slain, Opp.C.2.281, H.5.669.
German (Pape)
[Seite 1167] halb getödtet, Opp. C. 2, 281 Hal. 5, 669.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιδάϊκτος: -ον, (δαΐζω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσφαγμένος, Ὀππ. Κ. 2. 281, Ἁλ. 5. 669.
Greek Monolingual
ἡμιδάϊκτος, -ον (Α)
μισοσκοτωμένος, μισοσφαγμένος, σκοτωμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + δαϊκτός (< δαΐζω «σκοτώνω»), πρβλ. αυτοδάικτος, χειροδάικτος].