ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
αἱματοποιός: -όν, = αἱματοποιητικός, Ἑρμ. Τρισμ. Ἰατρομ. σ. 37.
-όνque produce sangre, δύναμις Gal.7.213, ὄνυξ Sch.E.Hec.90.