μελίγλωσσος

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον,

   A honey-tongued, πειθοῦς ἐπαοιδαί A. Pr.173 (anap.); ἀοιδαί B. Fr.3.2; ἀηδών, of a poet, Id.3.97; ἔπη Ar. Av.908 (lyr.); Πιερίδες Epigr.Gr. 228a2 (Ephesus).

German (Pape)

[Seite 122] honigzungig, süß, angenehm redend; πειθώ, Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.

Greek (Liddell-Scott)

μελίγλωσσος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖαν γλῶσσαν, πειθὼ Αἰσχύλ. Πρ. 172· μελιγλώσσου τις ὑμνήσει χάριν Κηΐας ἀηδόνος Βακχυλ. ΙΙΙ, 97· μελιγλώσσων τ’ ἀοιδᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 4 [13]· ἔπη Ἀριστοφ. Ὄρν. 908· Πιερίδες Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 228α. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la langue de miel, à la douce parole.
Étymologie: μέλι, γλῶσσα.