Πιερίδες

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πιερίδες Medium diacritics: Πιερίδες Low diacritics: Πιερίδες Capitals: ΠΙΕΡΙΔΕΣ
Transliteration A: Pierídes Transliteration B: Pierides Transliteration C: Pierides Beta Code: *pieri/des

English (LSJ)

αἱ, Pierides, name of the Muses, as haunting Pieria, Hes. Sc. 206, Pi. O. 10 (11).96, P. 1.14, etc.

Russian (Dvoretsky)

Πῑερίδες: (ῐδ) αἱ Пиериды, обитательницы Пиерии, т. е. Музы Hes., Pind., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Πῑερίδες: -αἱ, ὄνομα τῶν Μουσῶν ὡς οἰκουσῶν τὴν Πιερίαν, χώραν τῆς βορείου Θεσσαλίας (πρβλ. Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Φιλολ. Μυλλέρου, μεταφρ. Κυπριαν. σ. 35), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 206, Πινδ. Ο. 10 (11), 117, Π. 1. 27, κτλ. ― Ἡ χώρα καλεῖται Πιερία πρῶτον ἐν Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50, Ἡσ. Θεογ. 53· καὶ ἐπίρρ. Πιερίηθεν, ἐκ τῆς Πιερίας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85· ― Ἐπίθ. Πιερικός, ή, όν, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.

English (Slater)

Πῑερῐδες (-ίδες, -ίδων.) of Pieria epithet of the Muses. κόραι Πιερίδες Διός (O. 10.96) pro subs., ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.14) ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον (P. 10.65) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.32) μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων (I. 1.65) με ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (Pae. 6.6) ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (supp. Lobel) fr. 215. 6. ]α Πιερίδες[ P. Oxy. 1792, fr. 39.

Greek Monolingual

αἱ, Α Πιερία
προσωνυμία τών Μουσών, επειδή είχαν ως κατοικία την Πιερία («Μοῦσαι Πιερίδες», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

Πῑερίδες: αἱ, οι Πιερίδες, όνομα των Μουσών, επειδή περιφέρονταν στην Πιερία, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Middle Liddell

Πῑερίδες, αἱ,
the Pierides, name of the Muses, as haunting Pieria, Hes., Pind.