παυσιμέριμνος

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

German (Pape)

[Seite 538] Sorgen stillend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παυσιμέριμνος: -ον, ὁ καταπαύων τὰς μερίμνας, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 166 Α.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που καταπαύει τις μέριμνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσι-μέριμνος].