πορφυρόβαπτος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A purple-dyed, Pl.Com.208.

German (Pape)

[Seite 686] in Purpur getaucht, gefärbt, ἐν στρωμναῖς πορφυροβάπτοις, Plat. com. bei Ath. II, 48 b.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος πορφυροῦς, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8.

Greek Monolingual

-ον, Α
βαμμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βαπτός (< βάπτω)].