πορφυρόβαπτος

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρόβαπτος Medium diacritics: πορφυρόβαπτος Low diacritics: πορφυρόβαπτος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΒΑΠΤΟΣ
Transliteration A: porphyróbaptos Transliteration B: porphyrobaptos Transliteration C: porfyrovaptos Beta Code: porfuro/baptos

English (LSJ)

πορφυρόβαπτον, purple-dyed, Pl.Com.208.

German (Pape)

[Seite 686] in Purpur getaucht, gefärbt, ἐν στρωμναῖς πορφυροβάπτοις, Plat. com. bei Ath. II, 48 b.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος πορφυροῦς, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8.

Greek Monolingual

-ον, Α
βαμμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βαπτός (< βάπτω)].