μειλιχόμυθος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

German (Pape)

[Seite 116] von angenehmer, einschmeichelnder Rede, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

μειλιχόμῡθος: -ον, ὁ ὁμιλῶν μειλιχίως, Γρηγ. Ναζ. τόμ. 2, σελ. 158.

Greek Monolingual

μειλιχόμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο γλυκομίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῦθος «λόγος» (πρβλ. αληθό-μυθος, εγγαστρί-μυθος)].