νοοποιός

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοοποιός Medium diacritics: νοοποιός Low diacritics: νοοποιός Capitals: ΝΟΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: noopoiós Transliteration B: noopoios Transliteration C: noopoios Beta Code: noopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A creating Intelligence, δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.

Greek (Liddell-Scott)

νοοποιός: -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, δύναμις Πλωτῖνος 753C.

Greek Monolingual

νοοποιός, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῡ», Πλωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -ποιός].