ἀκροατής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hearer, of persons who come to hear a public speaker, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.286, etc.; disciple, pupil, Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2. II reader, Plu.Thes.1, Lys.12.
German (Pape)
[Seite 82] ὁ, Hörer, Zuhörer, von Thuc. an (3, 38) oft bei Att.; bei Plut. auch der Leser, z. B. Thes. 1, Timol. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, Λατ. auditor, ἐπὶ προσώπων, οἵτινες ἔρχονται ἵνα ἀκούσωσι δημηγόρον ἀγορεύοντα, Θουκ. 3. 38., Πλάτ., κτλ.: ὁ ἀκροώμενος διδάσκαλόν τινα, ὁμιλητής, μαθητής, Ἀριστ. Πολ. 2. 12. 7· πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 5. ΙΙ. ὁ ἀναγινώσκων, ὁ ἀναγνώστης, Πλουτ. Θησ. 1, Λύσανδ. 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 auditeur ; disciple;
2 lecteur.
Étymologie: ἀκροάομαι.