ἀναγνώστης
English (LSJ)
ἀναγνώστου, ὁ,
A reader, slave trained to read, Cic.Att.1.12, Phld.Rh.1.199 S., Corn.Nep.Att.13, Plu.Crass.2.
II secretary, τῆς πόλεως Inscr.Prien.111.194; γερουσίας Inscr.Cos238.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 lector profesional, gener. esclavo Phld.Rh.1.199, Cic.Att.12.4, Plu.Crass.2, Stud.Pal.3.397 (II/III a.C.), MAMA 1.194 (Laodicea Combusta), SB 7338.15 (IV a.C.), Phot.Bibl.171a9
•lector o comentador de la ley mosaica Ἔσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ ἀναγνώστης τοῦ νόμου LXX 1Es.9.42, cf. 49
•tard. lector como orden menor de la Iglesia POxy.2673.8 (IV a.C.), PMasp.94.11 (VI a.C.), PMerton.3.124.4 (VI a.C.), Const.App.3.11.3, CLaod.can.24, MAMA 3.16 (Seleucia), 7.240 (Frigia Oriental), Fun.Mon.1061.3 (Atenas), Inscr.Phryg.3.50.
2 secretario τὸν ἀναγνώστην καὶ τὸν κήρυκα τῆς πόλεως IPr.111.194 (I a.C.), cf. IG 12(1).674, γερουσίας IC 238, PGron.9.25 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 184] ὁ, der Vorleser, Plut. Crass. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lecteur.
Étymologie: ἀναγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγνώστης: εως ὁ чтец Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγνώστης: -ου, ὁ, ἀναγνώστης, δοῦλος ἠσκημένος εἰς ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Κράσσ. 2, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 12, Κορν. Νέπ. Β. Ἀττ. 13.
Greek Monolingual
ο (Α ἀναγνώστης) (Ν θηλ -τρια)
1. αυτός που διαβάζει κάτι
2. αυτός που έχει ως έργο του την ανάγνωση βιβλίων μεγαλοφώνως σε ακροατήριο (πρβλ. λέκτωρ)
νεοελλ.
αυτός που επιδίδεται στην ανάγνωση βιβλίων, ο βιβλιόφιλος
αρχ.
δούλος ασκημένος στην ανάγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. αναγνωστήριο
νεοελλ.
αναγνωστεύω].
Greek Monotonic
ἀναγνώστης: -ου, ὁ (ἀναγιγνώσκω), αναγνώστης, δούλος ασκημένος στην ανάγνωση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀναγιγνώσκω
a reader, a slave trained to read, Plut.