ὀπητίδιον

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

German (Pape)

[Seite 356] τό, dim. zu ὄπεας, Poll. 7, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπητίδιον: τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. ὄπεας.

Greek Monolingual

ὀπητίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ὄπεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, -ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων -εα-].