στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
[Seite 356] τό, dim. zu ὄπεας, Poll. 7, 83.
ὀπητίδιον: τό, ὀπήτιον, ἴδε ἐν λ. ὄπεας.
ὀπητίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ὄπεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, -ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων -εα-].