ὀρθόθριξ

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

German (Pape)

[Seite 374] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, φόβος, Aesch. Ch. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀρθίας τὰς τρίχας του, ἢ ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας τινός, προξενῶν ἀνατριχίασιν, φόβος Αἰσχύλ. Χο. 32· πρβλ. ὀρθόκερως.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.
Étymologie: ὀρθός, θρίξ.