παραμυθήτωρ
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθήτωρ: -ορος, ὁ, = παραμυθητής, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
ο παραμυθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμυθοῦμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].