παραμυθητής
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
English (LSJ)
παραμυθητοῦ, ὁ, consoler, Hsch. s.v. παρακλήτορες.
German (Pape)
[Seite 490] ὁ, der Ermunternde, Tröstende, Hesych. erkl. παρακλήτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρηγορῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. παρακλήτορες.
Greek Monolingual
ὁ, ΝΑ παραμυθούμαι / παραμυθώ]]
αυτός που με λόγια ή πράξεις προσπαθεί να απαλύνει τον ψυχικό πόνο κάποιου άλλου, παρηγορητής.