πλεύστης
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek (Liddell-Scott)
πλεύστης: -ου, ὁ, ὁ θαλασσοπόρος, ναύτης, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. σ. 52, 23, Νείλου Ἐπιστ. σ. 220, 11, διάφ. γραφ. πλεύτης.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ- του πλέω (πρβλ. αορ. ἔ-πλευσ-α, πλεῦσ-ις) + κατάλ. -της].