παραρίπτω
From LSJ
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
English (LSJ)
A v. παραρρίπτω. πάραρμα, v. παραίρημα. πάρᾱρος, ον, v. παρήορος 111. παράρους, v. παράρροος.
Greek (Liddell-Scott)
παραρίπτω: παράρυθμος, παράρῡμα, ἴδε παράρρ-.
Russian (Dvoretsky)
παραρίπτω: Anth. = παραρρίπτω.