τρῦμα

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦμα Medium diacritics: τρῦμα Low diacritics: τρύμα Capitals: ΤΡΥΜΑ
Transliteration A: trŷma Transliteration B: tryma Transliteration C: tryma Beta Code: tru=ma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = τρύμη, hole, Sch.Ar.Nu.447.    II τρύμα, = πόνος, Theognost.Can.24.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦμα: τό, (τρύω) = τρύμη, ὀπή, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 447. ΙΙ. = πόνος, Θεογνώστ. Καν. 24. 22.

Greek Monolingual

το / τρῡμα, -ύματος, ΝΜΑ τρύω
οπή που έχει προκύψει από τριβή
νεοελλ.
βοτ. δρύπη της οποίας το εξωκάρπιο και το μεσοκάρπιο αποχωρίζονται από το ενδοκάρπιο
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) «πόνος».