ἀπευτελίζω
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευτελίζω: καθιστῶ τι κοινόν, ἐξευτελίζω, κάμνω τι εὐθηνόν, Γασίλ. Σελευκ. σ. 241.
Spanish (DGE)
rebajar, menospreciar ἑαυτόν Bas.Sel.Or.M.85.317C.