ἀπευτελίζω

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek (Liddell-Scott)

ἀπευτελίζω: καθιστῶ τι κοινόν, ἐξευτελίζω, κάμνω τι εὐθηνόν, Γασίλ. Σελευκ. σ. 241.

Spanish (DGE)

rebajar, menospreciar ἑαυτόν Bas.Sel.Or.M.85.317C.