ἀπευτελίζω
From LSJ
Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευτελίζω: καθιστῶ τι κοινόν, ἐξευτελίζω, κάμνω τι εὐθηνόν, Γασίλ. Σελευκ. σ. 241.
Spanish (DGE)
rebajar, menospreciar ἑαυτόν Bas.Sel.Or.M.85.317C.