ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
adv.difficilement.Étymologie: δυσπετής.
δυσπετῶς: ион. δυσπετέως с трудом, тяжело (φέρειν τοὺς ἄθλους Aesch.; κτᾶσθαί τι Her.).