καταρροφέω

Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

= foreg., Id.Loc.Hom.17, X.Cyr.1.3.9, Arist.Pr.876a27, Herm.Iamb. 4; τινος some of... Orib.8.6.16:—Pass., Ruf.Sat.Gon.18:—later καταρροφ-ροφάω, Alex.Trall.11.2, Sm.Jb.39.30.

Greek (Liddell-Scott)

καταρροφέω: τῷ προηγ., Ἱππ. 416. 6, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· τινος, μέρος ἐκ…, Ὀρειβάσ. 173 Matth.·- Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Ροῦφ. 136·- ὡσαύτως -ροφάω, Ἀλέξ. Τραλλ. 10. 546, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
humer, avaler.
Étymologie: κατά, ῥοφέω.

Greek Monotonic

καταρροφέω: μέλ. -ήσω, ρουφώ ή καταπίνω, σε Ξεν.