καταρροφέω
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
= καταρροφάνω (gulp down, swallow down), Hp. Loc. Hom. 17, X.Cyr. 1.3.9, Arist. Pr. 876a27, Herm. Iamb. 4 ; τινος some of…, Orib. 8.6.16 ; — Pass., Ruf. Sat. Gon. 18 ; — later καταρροφάω, Alex.Trall. 11.2, Sm. Jb. 39.30.
French (Bailly abrégé)
καταρροφῶ :
humer, avaler.
Étymologie: κατά, ῥοφέω.
German (Pape)
herunterschlucken; Hippocr.; Xen. Cyr. 1.3.9; Ath., XIII.563e.
Russian (Dvoretsky)
καταρροφέω: выпивать или проглатывать Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
καταρροφέω: τῷ προηγ., Ἱππ. 416. 6, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 9· τινος, μέρος ἐκ…, Ὀρειβάσ. 173 Matth.·- Μέσ., = τῷ ἐνεργ., Ροῦφ. 136·- ὡσαύτως -ροφάω, Ἀλέξ. Τραλλ. 10. 546, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monotonic
καταρροφέω: μέλ. -ήσω, ρουφώ ή καταπίνω, σε Ξεν.