Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Menander, Monostichoi, 541Greek (Liddell-Scott)
ἐείσατο: γ΄ ἑν. πρόσ. Ἐπ. ἀορ. τοῦ εἶμι (ibo), Ἰλ. Ο. 415· ἐεισάσθην β΄ δυϊκ. αὐτόθι 544.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. Moy. de εἶμι.
Spanish (DGE)
v. 2 εἴσομαι.