ἀκαμαντολόγχης

From LSJ
Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ, ἀκούραστος ἐν τῇ χρήσει τῆς λόγχης, Πινδ. Ι. 7 (6). 13.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la lance infatigable.
Étymologie: ἀκάμας, λόγχη.

Greek Monotonic

ἀκᾰμαντολόγχης: -ου, ὁ (λόγχη), ακούραστος στην χρήση της λόγχης, σε Πίνδ.