Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περονατρίς

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. περόναμα.
Étymologie: περονάω.

Greek Monolingual

και περονητρίς, -ίδος, ἡ Α
(δωρ. τ.) δωρικό γυναικείο ένδυμα που στερεωνόταν με περόνη, με πόρπη («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. πελεκη-τρίς)].