περόνη

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περόνη Medium diacritics: περόνη Low diacritics: περόνη Capitals: ΠΕΡΟΝΗ
Transliteration A: perónē Transliteration B: peronē Transliteration C: peroni Beta Code: pero/nh

English (LSJ)

ἡ, (πείρω)
A pin or tongue of a buckle or brooch, buckle or brooch itself, Il.5.425, Od.19.226,256, E.Ph.805 (lyr.); ἐν δ' ἄρ' ἔσαν [πέπλῳ] περόναι δυοκαίδεκα πᾶσαι χρύσειαι Od.18.293, cf. IG12.369.11, 22.1388.20; used for wounding, Hdt.5.87, S.OT1269.
2 pin for twisting ropes round, on board ship, A.R.1.567.
3 pivot of door-post, περόνῃσιν ἀρηρότε Parm.1.20; of a machine, Heliod. ap. Orib.49.24.1, al.
4 linchpin, Parth.6.4.
5 rivet, bolt, π. χαλκαῖ Inscr.Délos 504.12 (iii B. C.); π. κεφαλωτή Ph.Bel.76.3.
b rivet in the Roman pilum, Plu.Mar.25.
II small bone of the arm, radius, Hp.Loc.Hom.6 (dub.), Oss.3: more freq. of the leg, fibula, Gal.UP3.9, al., v.l. in Hp.Art.62.
2 ligament below the knee of a horse, X.Eq.1.5.
3 = ἐπίφυσις 2, Hp.Loc.Hom.6.
4 pl., splint-bones, Poll.2.191.
III a kind of fish, Marc.Sid.15 (pl.).

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, urspr. jede Spitze zum Durchstechen od. Durchbohren, Dorn, Stachel, bes. die Spitze od. Zunge im Ringe der Schnalle od. Spange, mit der das Kleid durchstochen ward, um es am Leibe über der Schulter zu befestigten; an Prachtkleidern gewöhnlich von Gold, πρὸς χρ υσέῃ περόνῃ καταμ ύξατο χεῖρα, Il. 5, 425; an einem schönen Frauenkleide sind περόναι δυοκαίδεκα πᾶσαι χρύσειαι, κληϊσιν ἐϋγνάμπτοις ἀραρυῖαι, Od. 18, 293, von Haken und Oefen; vgl. noch 19, 226, περόνη χρυσοῖο τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισιν; Soph. ἀποσπάσας γὰρ εἱμάτων χρυσηλάτο υς περόνας, O. R. 1269, χρυσοδέτοις περόναις ἐπίσαμον, Eur. Phoen. 812; Bacch. 98, einze ln bei Folgenden. Überh. eine Nadel zum Durchstechen oder Feststecken, Her. 5, 87; vgl. Man. 6, 434. – Der kleinere Knochen neben dem größern im Ellenbogen und im Schienbeine; Hippocr.; Xen. Equ. 1, 5 bei Poll. 1, 187, der παρακερκίς erklärt, u. Hesych., τὰ ἀντικείμενα τῇ κνήμῃ ὀστᾶ; auch ein Knochenansatz oder -auswuchs. – Die Linse, welche vor dem Rade eingesteckt wied, Parthen. 6 u. Schol. Ap. Rh. 4, 1647. – Ein nach seiner nadelförmigen Gestalt benannter Seefisch.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. toute pointe qui traverse un objet, particul. :
1 pointe d'une agrafe ou ardillon dans l'anneau d'une boucle ou d'une agrafe ; agrafe;
2 sorte de cheville pour fixer;
II. p. anal. péroné, le plus mince des deux os de la jambe.
Étymologie: πείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περόνη -ης en περονίς -ίδος, ἡ [~ πείρω] gesp, sierspeld. naald, pin:; δυσὶ περόναις κατειλημμένον σιδηραῖς met twee ijzeren nagels bevestigd Plut. Mar. 25.3; deurpin:. περόνῃσιν ἀρηρότε (deurvleugels) kundig voorzien van deurpinnen Parm. B 1.20. geneesk. spaakbeen; epifyse (uiteinde van een pijpbeen).

Russian (Dvoretsky)

περόνη:
1 булавка, шпилька, заколка, застежка, Hom., Her., Soph., Eur.;
2 малая берцовая кость Xen.

English (Autenrieth)

(πείρω): brooch-pin, buckle, clasp, Il. 5.425, Od. 18.293. (See the cut, which though of modern form is from an ancient original.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. μυτερή, αιχμηρή καρφίτσα, με την οποία καρφώνονται μαζί, στερεώνονται δύο πράγματα, δύο κομμάτια υφάσματος κ.λπ
2. κόσμημα της γυναικείας αμφίεσης, πόρπη («ἀποσπάσας εἱμάτων χρυσηλάτους περόνας», Σοφ.)
3. μακρό και λεπτό οστό που καταλαμβάνει το έξω πλάγιο τμήμα της κνήμης («παρὰ δὲ τὴν κνήμην περόναι δύο παρήκουσιν, αἵ κάτωθεν μὲν πρὸς τοῦ ποδὸς τὰ σφυρὰ τελευτῶσιν», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. το πιρούνι
2. τεχνολ. μεταλλικός γόμφος που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τμημάτων μηχανών
3. φρ. «ασφαλιστική περόνη» ή «περόνη ασφαλείας» — μικρός μεταλλικός γόμφος που μπαίνει σε οπή στα άκρα διαφόρων εξαρτημάτων με σκοπό να ασφαλίσει το εξάρτημα έτσι ώστε να μη φύγει από τη θέση του ακόμη και όταν χαλαρώσει η σύνδεσή του, κν. κοπίλια
αρχ.
1. καρφί περασμένο στο άκρο του άξονα και έξω από τον ομφαλό του τροχού
2. στρόφιγγα σε παραστάδα θύρας
3. εργαλείο για να στρίβουν τα σχοινιά του πλοίου
4. το μικρότερο από τα δύο οστά του πήχεως («ἄνω δὲ σμικρῷ τῆς περόνης ἐς τὸν ἀγκῶνα», Ιπποκρ.)
5. επίφυση οστού, φύμα («τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ μείζονος ὀστοῦ, ὃ τὴν κνήμην φέρει... μικρά ὁστάρια, ἃ περόναι λέγονται», Ιπποκρ.)
6. θαλασσινό μακρόστενο ψάρι, η ζαργάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περ- του πείρω «τρυπώ» + επίθημα -όνη (πρβλ. βελόνη, ακόνη)].

Greek Monotonic

περόνη: ἡ (πείρω),
I. οτιδήποτε αιχμηρό για τρύπημα ή κάρφωμα, γλώσσα από πόρπη ή καρφίτσα, η ίδια η πόρπη ή καρφίτσα, Λατ. fibula, σε Όμηρ.· επίσης μεγάλη καρφίτσα που χρησιμοποιείται για το κούμπωμα σε εξωτερικό ένδυμα ή μανδύα (ἱμάτιον), σε Ηρόδ., Σοφ.
II. μικρό οστό ποδιού, Λατ. fibula, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

περόνη: ἡ, (πείρω, ἴσως ὡς τὸ Λατ. fibula (= figibula ἐκ τοῦ figo)· ― κυρίως, πρᾶγμα ὀξὺ πρὸς διατρύπησιν ἢ κάρφωμα, ἡ ὀξεῖα γλῶσσα πόρπης, ἢ αὐτὴ ἡ πόρπη, Λατ. fibula, Ἰλ. Ε. 425, Ὀδ. Τ. 226, 256, Εὐρ. Φοίν. 805· ἐπίσημος καὶ πολυτελὴς πέπλος μετὰ δώδεκα περονῶν μνημονεύεται ἐν Ὀδ. Σ. 294· ὡσαύτως, μεγάλη περόνη ἐν χρήσει πρὸς ἐπικόμβωσιν τοῦ ἐξωτερικοῦ ἱματίου, κεντεύσας τῇσι περόνῃσι τῶν ἱματίων Ἡρόδ. 5. 87, Σοφ. Ο. Τ. 1269· ― πρβλ. πόρπη. 2) περόνη τις χρήσιμος πρὸς συστροφὴν σχοινίων ἐν πλοίῳ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 567. 3). περόνηκαρφίον τιθέμενον εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἄξονος καὶ ἔξωθεν τοῦ ὀμφαλοῦ τοῦ τροχοῦ, Παρθέν. 6· ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. fibula. ΙΙ. τὸ μικρότερον ὀστοῦν τοῦ πήχεως, Λατ. radius, Ἱππ. 410. 33 κἑξ.· συνηθέστερον δὲ τῆς κνήμης, Λατ. fibula, ὁ αὐτ. 274. 26, 827G, κτλ.· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 5, πρβλ. κνήμη. 2) = ἐπίφυσις 2, Ἱππ. 440. 30, 36., 411. 1. 15· ― ἴδε Foës. Oecon.

Frisk Etymological English

See also: s. πείρω.

Middle Liddell

περόνη, ἡ, πείρω
I. anything pointed for piercing or pinning, the tongue of a buckle or brooch, the buckle or brooch itself, Lat. fibula, Hom.: also a large pin used for fastening on the outer garment or cloak (ἱμάτιον), Hdt., Soph.
II. the small bone of the leg, Lat. fibula, Xen.

Frisk Etymology German

περόνη: {perónē}
See also: s. πείρω.
Page 2,517

Mantoulidis Etymological

(=πρᾶγμα ὀξύ γιά τρύπημα). Ἀπό τό πείρω (=διαπερνῶ, τρυπῶ) ἀπό ρίζα περ- (ἡ συγγένειά της μέ τή ρίζα περ- τοῦ περάω εἶναι ἀμφίβολη). Ἀπό τό πείρω, ἡ πόρπη.

Translations

buckle

Arabic: إِبْزِيم; Egyptian Arabic: ابزيم; Armenian: ճարմանդ; Old Armenian: ճարմանդ, շիգղ; Azerbaijani: toqqa; Belarusian: спражка, засцежка; Bulgarian: катарама, тока; Burmese: ထိကပေါက်; Catalan: sivella; Chinese Mandarin: 搭扣, 扣環, 扣环; Czech: přezka, spona; Danish: spænde; Dutch: gesp; Esperanto: buko; Estonian: pannal; Faroese: spenni; Finnish: solki; French: boucle; Galician: fibela; Georgian: აბზინდა; German: Schnalle; Greek: αγκράφα; Ancient Greek: γίγγλυμος, κομβίον, κομβοθηλεία, περόνη, περονητήρ, πόρπη; Hebrew: אבזם; Hindi: बकसुआ; Hungarian: csat, kapocs; Icelandic: sylgja; Ido: buklo; Indonesian: gesper; Ingrian: präski; Irish: búcla; Italian: fibbia; Japanese: バックル, 尾錠, 締め金; Kazakh: айылбас, тоға; Khmer: កន្លាស់, គន្លឹះ; Korean: 버클, 솔기; Kyrgyz: таралга; Lao: ຫົວສາຍແອວ, ຜູກຄຽນແອວ; Latin: buccula; Latvian: sprādze; Macedonian: тока; Malay: gesper, kancing; Maori: kati, tāpine, toromoka; Maranao: bakel; Mongolian: горхи; Nepali: बेल्ट, पेटी; Norman: bliouque; Norwegian: spenne; Ottoman Turkish: طوقه; Persian: ابزیم, سگک; Plautdietsch: Schnal; Polish: sprzączka, klamra; Portuguese: fivela; Romanian: cataramă; Russian: бляха, пряжка, застёжка; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏пча, шнала; Roman: kȍpča, šnála; Sinhalese: ගාංචුව; Slovak: pracka, sponka; Slovene: zaponka; Spanish: hebilla; Swedish: bältesspänne, spänne; Tagalog: hebilya, pamuko; Thai: หัวเข็มขัด; Tibetan: ཆབ་རྩེ; Turkish: toka; Ukrainian: пряжка, застібка; Uzbek: to'qa; Vietnamese: khóa; Walloon: blouke; Welsh: bwcwl