ἀπεριέργως
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
French (Bailly abrégé)
adv.
sans recherche, simplement.
Étymologie: ἀπερίεργος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεριέργως: просто, без затей Sext.