προσυνοικέω

Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A cohabit or live as wife with before, τινι Hdt.3.88, Plu.Demetr.14.

German (Pape)

[Seite 785] vorher zusammenwohnen, bes. von der Ehe, mit Einem zusammenleben, τινί, Her. 3, 88.

Greek (Liddell-Scott)

προσυνοικέω: συνοικῶ ἢ συζῶ ὡς σύζυγος μετά τινος πρότερον, Ἄτοσσα προσυνοικήσασα Καμβύσῃ Ἡρόδ. 3. 88, Πλουτ. Δημήτρ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 habiter auparavant avec, τινι;
2 habiter en outre avec, τινι.
Étymologie: πρό, συνοικέω.

Greek Monotonic

προσυνοικέω: συζώ με κάποιον από πριν, τινί, σε Ηρόδ.