συζώ

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

συζῶ, -άω, ΝΑ
ζω μαζί με κάποιον στο ίδιο οίκημα, συμβιώνω, συγκατοικώ
νεοελλ.
ζω με άτομο του αντίθετου φύλου ως ανδρόγυνο χωρίς να είμαι νόμιμος ή νόμιμη σύζυγος
αρχ.
ζω μαζί με άλλον στην ίδια κοινωνία («τίς... τῶν οὐκ ὁρθῶν πολιτειῶν τούτων ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν», Πλάτ.).