μόρμορος

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

φόβος, Hsch.; cf. μέρμερος. μορμορύζω,

   A = μορμολύττομαι, Phot.

German (Pape)

[Seite 207] erkl. Hesych. durch φόβος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
peur.
Étymologie: cf. μέρμερος.

Greek Monolingual

μόρμορος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. μορμολύττομαι)].