μόρμορος

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόρμορος Medium diacritics: μόρμορος Low diacritics: μόρμορος Capitals: ΜΟΡΜΟΡΟΣ
Transliteration A: mórmoros Transliteration B: mormoros Transliteration C: mormoros Beta Code: mo/rmoros

English (LSJ)

φόβος, Hsch.; cf. μέρμερος. μορμορύζω, = μορμολύττομαι, Phot.

German (Pape)

[Seite 207] erkl. Hesych. durch φόβος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
peur.
Étymologie: cf. μέρμερος.

Greek Monolingual

μόρμορος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. μορμολύττομαι)].